κακόβραστος

κακόβραστος
-η, -ο
(για τρόφιμα), που δύσκολα βράζει, ο μη βραστερός, δυσκολόβραστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακόβραστος — η, ο (για τρόφιμα) αυτός που βράζει δύσκολα, δυσκολόβραστος …   Dictionary of Greek

  • αδρόψητος — η, ο (για όσπρια) αυτός που δεν βράζει καλά, ο κακόβραστος …   Dictionary of Greek

  • ατέραμνος — ἀτέραμνος, ον (Α) 1. τραχύς, σκληρός 2. (για σωματικές λειτουργίες) εκείνος που παρουσιάζει δυσκαμψία ή δυσλειτουργία 3. (για όσπρια) αυτός που βράζει δύσκολα, ο κακόβραστος 4. σκληρός, άκαμπτος, ανηλεής (η λέξη και στον Παπαδιαμάντη, «πέλαγος… …   Dictionary of Greek

  • ατεράμων — ἀτεράμων, ον (Α) 1. τραχύς, σκληρός 2. (για όσπρια) κακόβραστος, δυσκολόβραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αττικός αρχαϊσμός, παράλληλος σημασιολογικά προς το ατέραμνος *] …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”